- συνεκδοχικῶς
- συνεκδοχικόςmaking use ofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκδοχικός — ή, ό / συνεκδοχικός, ή, όν, ΝΑ [συνεκδοχή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην συνεκδοχή 2. αυτός που λέγεται κατά συνεκδοχή. επίρρ... συνεκδοχικώς / συνεκδοχικῶς ΝΜΑ, και συνεκδοχικά Ν κατά συνεκδοχή μσν. μερικώς αρχ. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
VELLUS — Aureum, cuius desideriô ardens Iason, illustre Thessaliae suae sidus, Colchidem, non sine periculo cum Argonautis ingressus est, illôque tandem, magnos post labores exantlatos, potitus, domum rediit, a variis varie exponitur. Georg. Hornius, Hist … Hofmann J. Lexicon universale
σπόρτουλον — τὸ, Μ δώρο, εισφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sportula «καλάθι» και, συνεκδοχικώς, «τα δώρα που προσφέρονται σ αυτό»] … Dictionary of Greek